πυρικός

πυρικός
πῡρικός, ή, όν,
A of or from wheat,

φόρος BGU920.30

(ii A.D.);

γόμος OGI629.86

(Palmyra, ii A.D.): -κά, τά, wheat, PLond.3.924.9 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυρικός — ή, όν, Α [πυρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σιτάρι ή αυτός που αποτελείται από σιτάρι («πυρικὸς φόρος», πάπ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυρικά τα σιτηρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”